βαρεία

βαρεία
I
Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου.
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας.
* * *
βλ. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επίθ. βαρύς, με χρήση ουσιαστικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”