βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek